Της Ελευθερίας Μηλάκη
Επειδή είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται πως οι τάσεις και οι καταστάσεις που συμβαίνουν για παράδειγμα στη Γερμανία ή στη Γαλλία έρχονται και εδώ θέλοντας και μη. Δεν θα μιλήσω για πράγματα που διάβασα ή έβγαλα από τη φαντασία μου, αλλά για πράγματα που είδα, την τελευταία δεκαετία, καθώς οι τάσεις και οι καταστάσεις δεν καθιερώνονται από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά σταδιακά και με το χρόνο.
Είχα λοιπόν ανοίξει ένα γραφείο στο Ηράκλειο με τη βοήθεια των δικών και μου έφτασε η ώρα να κάνω όλες τις μεταφράσεις του Ηρακλείου και συγκεκριμένα τις πιο δύσκολες. Όμως ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου το 2008 σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήμουν πια 29 ετών και έπρεπε να δω και την προσωπική μου ζωή πέρα από την επαγγελματική, με οδήγησε στην απόφαση να δεχτώ μια δουλειά με σύμβαση ενός έτους στην Περιφέρεια Κρήτης. Φεύγοντας από εκεί, ο ίδιος ο κ. Περιφερειάρχης, μου έδωσε συστατική επιστολή βεβαιώνοντας ότι εργάστηκα με ζήλο. Μα εγώ έτσι εργάζομαι πάντα και δεν είχα καμία ψευδαίσθηση ότι η σύμβασή θα… ανανεωνόταν. Ήξερα πολύ καλά ότι θα έφευγα από εκεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα και δεν θα πήγαινα πουθενά αλλού, γιατί δεν είμαστε από αυτούς που γίνονται κολλητσίδες για να βρουν δουλειές. Αν και τελικά η υπερβολική υπερηφάνεια μάλλον δεν είναι προσόν… Φεύγοντας λοιπόν από εκεί βρέθηκα με μηδενικό εισόδημα. Είχα προλάβει τουλάχιστον να αγοράσω ένα καινούριο λάπτοπ και να κάνω ένα τριήμερο ταξίδι στην αγαπημένη μου Κέρκυρα με τον αγαπημένο μου. Και όχι, δεν είμαι από αυτές που έχουν την «ικανότητα» να βρίσκουν χορηγούς για τη ζωή τους και το επάγγελμά τους, όποιο και αν είναι αυτό, γιατί είμαι άνθρωπος και όχι σειρήνα…
Στο Άαχεν. Εκεί είχαμε ένα γνωστό, ένα φίλο. Μια πόλη με ξακουστό Πολυτεχνείο, με το Ναό του Καρλομάγνου, με μεσαιωνικά ιαματικά λουτρά. Οι φωνές της λογικής μου έλεγαν, μην πας στη Γερμανία. Έχεις το σπίτι σου, έχεις επαγγελματικό χώρο, έχεις επάγγελμα, θα φας ψωμί… Εγώ όμως ήθελα να φύγω, να κάνω έστω και διακοπές, η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν καταθλιπτική και άδικη. Πρώτη φορά πήγα στο Άαχεν Ιούνιο. Έφτασα με το αεροπλάνο στην Κολωνία και πήρα ένα ταξί για να με πάει στο σταθμό των τραίνων. Θα σε περάσω έξω από το Μουσείο Σοκολάτας και από το Ναό της Κολωνίας, το διάσημο Kölner Dom. Τι στο καλό. Και εδώ απέξω θα περάσω; Τέλος πάντων, πήρα το τραίνο και έφτασα στον προορισμό μου. Πώς θα βρω τώρα το ξενοδοχείο; Παίρνω ένα ταξί και τελικά ήταν λίγα μέτρα η διαδρομή, το ποσό όμως σημαντικό. Το ταξί στη Γερμανία είναι πολυτέλεια. Φτάνω στο ξενοδοχείο και δεν μπορούσαν να μου δώσουν το κλειδί του δωματίου που είχα κλείσει, αν δεν πλήρωνα αμέσως για τις πρώτες μέρες. Έπρεπε αμέσως να βρω τράπεζα, ένα ATM…Τελικά βρέθηκε κάποια λύση. Πήγα στο δωμάτιο και ξεκουράστηκα και το βράδυ με παίρνει τηλέφωνο ο ρεσεψιονίστ. Έχετε επισκέψεις. Ο αγαπημένος μου και ο φίλος του ήταν κάτω. Πήγαμε για φαγητό στους Βασιλιάδες του Ντονέρ και αρχίσαμε να συζητάμε για το τι θα μπορούσε να γίνει σχετικά με το θέμα της δουλειάς και της στέγης…
Την επομένη πήγαμε για φαγητό στο σπίτι του Μ.Ζ. και γνώρισα τη σύζυγο και την οικογένειά τους, παιδί και από την προηγούμενη σχέση τους, άλλα δύο μαζί και περίμεναν το τρίτο… Εγώ με αυτή την κυρία δεν συγκατοικώ. Μπορεί να μην ήταν γνήσια Γερμανία αλλά μισή μισή, ήταν όμως ελάχιστα φιλική και αρκετά ψυχρή. Εγώ είχα μια φίλη Γερμανίδα μισή μισή με πατέρα από Χανιά και ήταν άλλο πράγμα. Ψηλή και κατάλευκη, Ευρωπαία στην όψη και μόνο, φιλότιμη, γενναιόδωρη, γνήσια Κρητικιά και ας είχε μητρική γλώσσα τα γερμανικά. Μετά από αρκετές συζητήσεις απορρίφθηκε η ιδέα να φιλοξενηθώ. Η μόνη λύση ήταν να βρούμε ένα δωμάτιο ή διαμέρισμα από αυτά που νοικιάζονται σε τουρίστες με τη μέρα. Στο μεταξύ έκανα μερικές προσπάθειες για να βρω σπίτι. Ήταν μια πολυκατοικία παμπάλαιη και τελικά προέκυψε ότι ο ιδιοκτήτης ήταν Έλληνας. Έξω μάλιστα υπήρχε μια πλάκα ότι σε εκείνο το κτίριο είχε ζήσει ένα γνωστό πρόσωπο, δεν θυμάμαι ποιος. Καθόταν σε ένα μπαρ στο ισόγειο ο Έλληνας ηλικιωμένος, παραπονεμένος και μόνος. Όμως σε καμια περίπτωσε δεν θα έμενα σε τέτοιες άθλιες συνθήκες, έφυγα αμέσως. Έψαχνα στις εφημερίδες για να βρω κάτι, πήγα σε ένα μεσιτικό γραφείο και με έβαλαν να συμπληρώσω ένα ολόκληρο βιογραφικό σαν να έψαχνα δουλειά. Και όταν τελικά πήγα να δω ένα σπίτι ήταν εκεί άλλοι δέκα υποψήφιοι ενοικιαστές για ένα μικρό δωματικάκι στην ταράτσα ενός κτιρίου και χωρίς ασανσέρ…Τουλάχιστον έκανα τουρισμό, πήγαινα στις καφετέριες όπου σύχναζαν οι ντόπιο και έτρωγαν «το πρωινό του Χέμινγουέη», έκανα λίγα ψώνια (με μέτρο), είδα το Ναό όπου στέφθηκε αυτοκράτορας ο Κάρολος ο Μέγας ο γνωστός Καρλομάγνος και έφαγα ένα παγωτό με γεύση μέντα και σοκολάτα… Μια τελευταία προσπάθεια. Πήγα σε ένα χωριό μακριά από την πόλη όπου νοίκιαζαν μία σοφίτα για 200 ευρώ. Ακόμα και εγώ που δεν είμαι πάνω από 1,65 δεν χωρούσα. Άραγε υπήρχε συγκοινωνία για να πάει κανείς στη δουλειά; Με αυτές τις σκέψεις ήμουν έτοιμη να υπογράψω, όταν ο ιδιοκτήτης, ένας ηλικιωμένος σε καροτσάκι, με ενημέρωσε ότι το χειμώνα όμως οι ενοικιαστές θα απομακρύνουν εναλλάξ τα χιόνια από την εξώπορτα. Τι πράγμα; Θα πρέπει να βγάλω τα χιόνια για να μπορέσω να βγω έξω από την πόρτα; Γεια σας. Δεν είμαι εγώ για αυτά. Είχα ακούσει κάτι σχετικές ιστορίες από το οροπέδιο Λασιθίου, από όπου καταγόταν ο μπαμπάς μου, αλλά ευχαριστώ, δεν θα ήθελα.
Και ξαναπήγα τα Χριστούγεννα, συγκεκριμένα πριν τα Χριστούγεννα, του Αγίου Ελευθερίου… Ήταν, σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες, τα πιο ζεστά Χριστούγεννα στη Γερμανία εδώ και δεκαετίες. Στην αρχή έμεινα σε ένα ισόγειο μέσα στο ιστορικό κέντρο. Το πρώτο βράδυ πήγα στην Χριστουγεννιάτικη Υπαίθρια Αγορά (Weihnachtsmarkt) και πήρα ένα ποτήρι ζεστό κρασί, το οποίο ήταν απλά ζεστό, σε μεγάλη ποσότητα και χωρίς μπαχαρικά… Καθώς δεν είμαι συνηθισμένη στο αλκοόλ, με έκανε να νιώσω λίγο περίεργα. Στην αγορά αυτή πήγα μετά και άλλες φορές, είχε κάτι ξυλόγλυπτα, κάτι ψημένα αμύγδαλα και δεν θυμάμαι τι άλλο. Το περίεργο ήταν ότι στους φούρνους υπήρχε στη βιτρίνα η λέξη PRINTEN. Περίεργο, σκεφτόμουν, που εδώ κάνουν εκτυπώσεις στους φούρνους αλλά να το έχω υπόψη μου αν χρειαστώ καμιά φωτοτυπία. Ώσπου ρώτησα τη φουρνάρισσα εκεί κοντά που έμενα και μου είπε γελώντας ότι επρόκειτο για κάτι παραδοσιακά μπισκότα με μπαχαρικά. Γέλασε και μια άλλη πελάτισσα που ήταν μέσα στο φούρνο. Ωραία λοιπόν, δώστε μου μερικά PRINTEN να κρατάω και στους δικούς μου. Ένα άλλο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα λουλούδι σαν λευκή παιώνια, που λεγόταν Winterrose. Μου άρεσε πάρα πολύ και τώρα το έχω δει και εδώ στο Ηράκλειο το χειμώνα. Σε λίγες μέρες άλλαξα διεύθυνση, πήγα σε ένα άλλο σπίτι της ίδιας ιδιοκτήτριας, εκτός κέντρου, όμως μπορούσα να πηγαίνω στο κέντρο με τα πόδια. Ήταν δύσκολο να χαθώ, πάντα έβγαινα στο κέντρο από όποιο δρόμο και να πήγαινα.
Στην πόλη εκείνη οι δρόμοι ήταν πολυσύχναστοι, όχι από αυτοκίνητα, αλλά από ανθρώπους. Τι ήταν όλο αυτό το πλήθος; Οι Άθλιοι του Βίκτορος Ουγκώ; Ήταν οι άνεργοι που ζούσαν από την Πρόνοια και επέλεγαν να ζουν έτσι. Γιατί αυτό που μάθαμε τώρα να λέμε, οι «ευέλικτες μορφές απασχόλησης» είχε ήδη ξεκινήσει εκεί και οι περισσότεροι προτιμούσαν να κάνουν διακοπές φτωχοί παρά να δουλεύουν και να μην μπορούν να ζήσουν. Με τη διαφορά ότι εκεί πληρώνονται όλοι οι άνεργοι χωρίς προϋποθέσεις, επίσης επιδοτούνται οι οικογένειες και οι ανύπανδρες μητέρες, με δωρεάν σπίτια και χρήματα. Επιπλέον, συμβαίνει και σε ευρύ βαθμό μαύρη εργασία με την οποία συμπληρώνεται το ατομικό ή οικογενειακό εισόδημα πολύ ικανοποιητικά. Ποιος είπε ότι στην Ευρώπη δεν έχει μαύρη εργασία;
Για να έχουν κάτι να κάνουν όλοι αυτοί οι αργόσχολοι, υπάρχουν λύσεις. Τότε, δέκα χρόνια πρίν, εδώ στο Ηράκλειο δεν είχε κάθε λίγα μέτρα και ένα «στούντιο μανικιούρ». Κομμωτήρια, nail bar και πολλές ακόμα επιλογές για να περνάει ευχάριστα η ώρα και να μην νιώθει και η άνεργη μητέρα σαν «κακομοίρα». Γιατί αλλιώς είναι να σέρνεις το καρότσι με καλοβαμμένα μαλλιά και νύχια με στρας και αλλιώς είναι να είσαι μέσα στη θλίψη και την εγκατάλειψη. Σε πολλές από τις γυναίκες εκείνες που είδα, τα μαλλιά δεν φαίνονταν γιατί ήταν καλυμμένα με μαντήλες. Όσο φέρνω στο μυαλό μου εκείνες τις εικόνες, χωρίς να το θέλω, είναι σαν να βλέπω το δικό μας τώρα. Εδώ. Στο Ηράκλειο. Αφού δεν θα έχουμε τι να κάνουμε, θα κάνουμε Σπατσίρεν (βόλτα). Τι κωδικό έχει αυτό;
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Από τη σοφίτα που έμενα έβλεπα ότι έξω γινόταν πόλεμος πυροτεχνημάτων. Δεν είχα καμία διάθεση να βγω έξω, τα φοβάμαι τα πυροτεχνήματα γιατί μια φορά το Πάσχα μπλέχτηκε ένα στο μαλλιά μου και με έσωσε ο μπαμπάς που το πέταξε μακριά με μια αστραπιαία κίνηση. Έβλεπα τα πυροτεχνήματα με το εισιτήριο στο χέρι. Πανάκριβο το βρήκαμε τελευταία στιγμή. Το πρωί με το φορτηγό του Μ.Ζ. έφτασα στο αεροδρόμιο και έφυγα. Μας κέρασαν σαμπάνια σε κάτι πλαστικά ποτηράκια με ποδαράκι, μελομακάρονα και όποιος έβρισκε το φλουρί της πίτας θα κέρδιζε εισιτήρια για ένα ταξίδι! Πρωτοχρονιά στο αεροπλάνο και ξανά στο Ηράκλειο. Καλώς Ήρθατε στην Κόλαση.
Το αφιερώνω στη Γερμανία για την Ημέρα Γερμανικής Ενότητας… Ένα κράτος με ορδές ανέργων, αργόσχολων και αθλίων, που είναι όλη μέρα για βόλτα και μανικιούρ. Μας κατάντησαν σαν τα μούτρα τους. Καλύτερα να ήμασταν σύμμαχοι με τους ίδιους τους Τούρκους παρά με Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς και όλους αυτούς τους λυσσασμένους.